Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Το γιουκαλίλι του Σεφέρη

 


Τη λέξη «γιουκαλίλι» την άκουσα πρώτη φορά στα δεκάξι μου χρόνια, όταν βγήκε ο δίσκος Τετραλογία του Δημου Μούτση, που περιείχε μελοποιημένα ποιήματα τεσσάρων μεγάλων ποιητών μας: του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, του Καβάφη και του Ρίτσου. Ανάμεσά τους και το Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι, ας το ακούσουμε εδώ από τον Μανώλη Μητσιά:


 

Τότε έμαθα ότι το γιουκαλίλι είναι κάποιο εξωτικό μουσικό όργανο και δεν ασχολήθηκα περισσότερο με το θέμα -εξάλλου η εξήγηση ήταν πειστική, το περίεργο όνομα ακουγόταν εντελώς εξωτικό.

Αργότερα, που πήρα τον τόμο των Απάντων του Σεφέρη από τον Ίκαρο, είδα ότι το ποίημα που είχε μελοποιήσει ο Μούτσης δεν λεγόταν «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι» αλλά Fog, δηλαδή «Ομίχλη», όπως η φράση αυτή επανέρχεται διαρκώς στο ποίημα. Να το διαβάσουμε:

FOG
Say it with a ukulele

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ‘ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να ‘ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα – ζήτα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.

Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Έχω βάλει με πλάγια τις στροφές που ο Μούτσης επέλεξε να μη μελοποιήσει: πράγματι, από τις 10 στροφές του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί οι μισές: η 1η, η 6η, η 7η, η 9η και η 10η. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η επωδός («Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι») αλλά βέβαια στο μυαλό μένουν οι μελοποιημένες στροφές και οι άλλες περνάνε στο περιθώριο, ένα πρόβλημα κοινό στην μελοποιημένη ποίηση.

Το ποίημα έχει τοποχρονολογική ένδειξη: Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924, δηλαδή όταν ο ποιητής δεν έχει ακόμα κλείσει τα 25 του χρόνια. Συμπεριλήφθηκε στην πρώτη συλλογή του Σεφέρη, τη Στροφή (1931). 

Ο Σεφέρης, να θυμίσω, από το 1918 ως το 1924 έζησε στο Παρίσι, μαζί με την οικογένειά του, όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Το καλοκαίρι του 1924 έφυγε μόνος για το Λονδίνο, όπου έμεινε ως τον Φεβρουάριο του 1925, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα. Στο Λονδίνο πήγε κυρίως για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του, ενόψει των εξετάσεων για το διπλωματικό σώμα.

Ο Σεφέρης είναι από τους πιο «ντοκουμενταρισμένους» λογοτέχνες μας, αφού διαθέτουμε, πέρα από το ποιητικό και πεζό έργο του, τους 9 τόμους ημερολογίων του (Μέρες Α’ έως Θ’) και πολλούς τόμους με αλληλογραφία του. 

Ωστόσο, η νεανική του περίοδος παραμένει μάλλον ατεκμηρίωτη, αφού τα ημερολόγιά του ξεκινούν, ακριβώς, τον Φεβρουάριο του 1925, με την επιστροφή του στα πάτρια, ενώ, αν δεν σφάλλω, και η αλληλογραφία του δεν καλύπτει τα νεανικά χρόνια, με εξαίρεση τα γράμματα που έστειλε στην αδελφή του Ιωάννα, μετέπειτα Τσάτσου (αν τα εξαιρέσουμε αυτά, το πρωιμότερο γράμμα του Σεφέρη που έχει δημοσιευτεί είναι από τις αρχές του 1925).

Επιπλέον, με μία μάλλον άγνωστη εξαίρεση, ο Σεφέρης δεν έχει δημοσιεύσει τα νεανικά του ποιήματα, τα πρωτόλειά του ας πούμε, σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους ποιητές. 

Ο Σεφέρης δημοσιεύει ποίηση στα 31 του χρόνια, με τη Στροφή -σε αντιδιαστολή, ο Καρυωτάκης στα 32 του χρόνια αυτοκτονεί. Ότι έγραψε πολλά νεανικά ποιήματα, το ξέρουμε, πχ από μια σημαντική επιστολή του προς Κατσίμπαλη τον Νοέμβριο του 1931, στην οποία παραθέτει αδημοσίευτους στίχους ήδη από 1918-19 και άλλους από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.

 Όμως, ήταν πολύ απαιτητικός και δύσκολος στη δημοσίευση: όταν το 1922 έδωσε, ύστερα από πολλές πιέσεις, στο περιοδικό Βωμός, των Ελλήνων του Παρισιού, τρία νεανικά του ποιήματα, γραμμένα στα 1918-19, το μετάνιωσε («πόσο άτεχνα», «παιδικίστικα» τα χαρακτηρίζει σε γράμμα προς την Ιωάννα), Από αυτά, δημοσιεύτηκε το Σονέτο, με το ψευδωνυμο Γιώργος Σκαλιώτης.

Με άλλα λόγια, το Fog είναι το πρωτο χρονολογικά ποίημά του που το έκρινε άξιο να δει το φως της δημοσιότητας και να το υπογράψει: γραμμένο το 1924, δημοσιεύτηκε στη Στροφή το 1931, όπως είπαμε. Άρα, το ποίημα έχει μια ιδιαίτερη σημασία.

Και για τον Σεφέρη είχε ιδιαίτερη σημασία το ποίημα -ας πούμε, σε γράμμα του που περιέχεται στις Μέρες Β’, 3.12.1931, επαναλαμβάνει τον στίχο Κάτι θα βρούμε ζήτα ζήτα. Πολλά χρόνια αργότερα, στο ποίημα Στα περίχωρα της Κερύνειας, ο Σεφέρης θα θυμηθεί το μοτίβο του νεανικού του ποιήματος: Σφύριζε καθώς έλαμνε, «Πες της το με το γιουκαλίλι».

Ο Σεφέρης προτάσσει ως μότο στο ποίημα τον στίχο Say it with a ukulele, όπως το ακούει από «κάποιον φωνογράφο» ή μάλλον όπως «γρινιάζει κάποιος φωνογράφος». Να θυμίσω ότι, όπως είχαμε δει σε ένα πρόσφατο άρθρο, και το 1931 ο Σεφέρης, πάλι στο Λονδίνο ως διπλωμάτης πλέον, καταγράφει στο ημερολόγιό του την ενόχλησή του από τον φωνογράφο που είχαν οι σπιτονοικοκυρές τους και που έπαιζε ακατάπαυστα ένα ελαφρό σουξέ της εποχής.

Και πράγματι, τον καιρό που ο Σεφέρης έμενε στο Λονδίνο το 1924 και έγραψε το Fog, ένα από τα μεγάλα σουξέ ήταν το τραγούδι Say it with a ukulele, του Frank Crumit. Ας το ακούσουμε (ευχαριστώ την κ. Έλση Σαράτση για το λινκ και για κάμποσα ακόμα στοιχεία που ακολουθούν).


Στις φωτογραφίες που παρουσιάζονται στο παραπάνω γιουτουμπάκι βλέπουμε το γιουκαλίλι, ή ukulele αν προτιμάτε. Είναι ένα κιθαροειδές όργανο με 4 χορδές ή «χαβανέζικη τετράχορδη κιθάρα» κατά τον ορισμό του ΛΚΝ. Το ukulele άλλωστε είναι λέξη της χαβανέζικης γλώσσας και βρίσκω στη Βικιπαίδεια ότι σημαίνει «ψύλλος που πηδάει», ίσως από την εικόνα των δαχτύλων του οργανοπαίκτη που παίζει γιουκαλίλι.

Ενώ όμως έχει χαβανέζικο όνομα και στη Χαβάη πρωτοεμφανίστηκε, οι πρόγονοί του βρίσκονται στην Ευρώπη. Πράγματι, το ukulele φτιάχτηκε από Πορτογάλους οργανοπαίκτες στη δεκαετία του 1880, που είχαν μεταναστεύσει στη Χαβάη από την Πορτογαλία και ιδίως από τη Μαδέρα και άλλα νησιά του Ατλαντικού, και βασιζόταν σε άλλα έγχορδα των νησιών εκείνων όπως το cavaquinho και το machete. 

Ο βασιλιάς Kalākaua της Χαβάης, που βασίλεψε από το 1874 έως το 1891 και που έμεινε στην ιστορία ως «ο εύθυμος μονάρχης» επειδή συνεχώς οργάνωνε χορούς και πανηγύρια, κατενθουσιάστηκε από το καινούργιο οργανάκι και φρόντισε να χρησιμοποιείται στις βασιλικές δεξιώσεις. Σε αυτόν οφείλει τη δημοτικότητά του το γιουκαλίλι.

Αλλά βέβαια το ukulele προφέρεται περίπου «ουκουλέλε» στα χαβανέζικα (και κάπως ανάλογα προφέρεται σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, πχ υκυλελέ στα γαλλικά). Ο όρος «γιουκαλίλι» αποδίδει προσεγγιστικά την αγγλική προφορά της λέξης, που την ακούμε εδώ από τη Μέριλιν Μονρόε στο Μερικοί το προτιμούν καυτό:


Έψαξα αρκετά τα σώματα κειμένων και μπορώ να ισχυριστώ, ως υπόθεση εργασίας και μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ότι τύπος «γιουκαλίλι» δεν εμφανίζεται πριν από το 1931 σε ελληνικό κείμενο -πάει να πει, υποστηρίζω ότι ο Σεφέρης ήταν εκείνος που χάρισε στην ελληνική γλώσσα τη λέξη «γιουκαλίλι», εξελληνίζοντας αγγλότροπα τη χαβανέζικη λέξη. 

Του Σεφέρη άλλωστε του άρεσαν οι προσαρμοσμένες στο ελληνικό τυπικό ξένες λέξεις, κατά το πνεύμα των δημοτικιστών της εποχής (χαρακτηριστικά, στις Μέρες Β’ βρίσκουμε τους τύπους: ακουάρια, αστρακάνι, μπούσι, τουνέλι).

Φυσικά, αργότερα, όταν ήρθε στα μέρη μας και το ίδιο το όργανο, εμφανίστηκε επίσης η «αυθεντική» του προφορά, δηλαδή ουκουλέλε. Σε καταλόγους καταστημάτων βλέπω συχνά τους δύο όρους ταυτόχρονα δηλ. «Γιουκαλίλι (ουκουλέλε)» ή το αντίστροφο. 

Πάντως στα λεξικά εμφανίζεται ως λήμμα το «γιουκαλίλι» -μόνο στο ΜΗΛΝΕΓ βρίσκω και το «ουκουλέλε» ως παράλληλο τύπο. Να σημειωθεί και ο τύπος «γιουκαλέλι», που δίνεται σε δύο λεξικά και που εικάζω ότι προέκυψε από επίδραση λέξεων όπως «γιαλελέλι». [Μάλλον όχι, βλ. πιο κάτω]

[Προσθήκη: Όπως μας λέει το σχόλιο 1, ακριβώς ο σπάνιος τύπος «γιουκαλέλι» εμφανίζεται πρώτος σε ελληνικό κείμενο, το 1917 κιόλας, στο μυθιστόρημα «Τα απόκρυφα της Νέας Υόρκης» του Β. Ρέβελη, έκδοση Ν. Υόρκης: «Ἐν τῷ μεταξὺ μουσική, ἀποτελουμένη ἐκ κιθαρῶν, μανδολίνων, μπάντζων καὶ γιουκαλέλι, ἤρχισεν ἀνακρούουσα βὰλς τοῦ τελευταίου συρμοῦ, ὑπὸ τοὺς ἁρμονικοὺς καὶ πεταχτοὺς ἤχους τοῦ ὁποίου διάφορα ζεύγη ἐγερθέντα ἐστροβιλίζοντο.» Είναι αμφίβολο αν το μυθιστόρημα αυτό έγινε γνωστό στην Ελλάδα, αλλά το βέβαιο είναι ότι τα πρωτεία, ως προς τον τύπο γιουκαλέλι τουλάχιστον, ανήκουν στον (Ελληνοαμερικανό μάλλον) Β. Ρέβελη].

Έτσι προσαρμοσμένο, το γιουκαλίλι κλίνεται κιόλας -ας πούμε, η Σώτη Τριανταφύλλου στο μυθιστόρημα «Λίγο από το αίμα σου» παρατηρεί ότι «η σημερινή γενιά δεν ακούει γιουκαλίλια και άρπες, ακούει ηλεκτρικές κιθάρες!»

Το γιουκαλίλι όμως, εννοώ τη λέξη «γιουκαλίλι», μάλλον το χρωστάμε στον Σεφέρη!

 

ΠΗΓΗ. sarantakos


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου