Πνευματικές μορφές σαν τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον
Τάσο Λειβαδίτη και τον Μενέλαο Λουντέμη τίμησαν με τη φιλία και την
εκτίμησή τους τον Φώτη Πολυμέρη καθώς και άνθρωποι από όλες τις
κοινωνικές - μορφωτικές βαθμίδες.
Η ικανότητά αυτή του Πολυμέρη πιστοποιείται και μέσα από την απολαυστική αυτοβιογραφία του «Των αναμνήσεων η λιτανεία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγκυρα», με την επιμέλεια της κόρης του Φανής Πολυμέρη - Τσεμπερούλη.
Κεφαλλονίτικης καταγωγής από μάνα και πατέρα ο Φώτης Πολυμέρης, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1920 (συντοπίτης αλλά και συνομήλικος του Τώνη Μαρούδα) και ήταν γόνος πολυμελούς φτωχής οικογένειας, που στα 1930 αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα -στη συνοικία του Κολωνού- για την ανεύρεση καλύτερης τύχης.
Κάπου στις αρχές της εφηβείας του ο Πολυμέρης εντάχτηκε σε ένα νεανικό μουσικό ερασιτεχνικό γκρουπ και στα δεκαπέντε του είχε την τύχη να βρεθεί στον δρόμο του νεαρού αυτοδίδακτου συνθέτη Γιάννη Βέλλα (ξυλουργού στο επάγγελμα), με το χαβανέζικο συγκρότημα του οποίου -τους «Μποέμ»- έκανε την πρώτη του ηχογράφηση στην Κολούμπια (1935).
Η κυρίως καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Φώτη Πολυμέρη θεωρείται ότι ξεκινά το 1938, οπότε εγκαταλείπει κάθε άλλη επαγγελματική ενασχόληση για να αφιερωθεί αποκλειστικά στο τραγούδι.
«Ένα εντελώς δικό τους ήχο έχουν μερικά τραγούδια που έγραψε ο τραγουδιστής Φώτης Πολυμέρης και ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλά άλλα της δεκαετίας του ’50 για το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ύφος του. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτό τον ιδιαίτερο ήχο και τα κάνει να ξεχωρίζουν είναι η απουσία της τυπικής ορχήστρας και η ενορχηστρική τους απόδοση σ’ ένα μικρό κιθαριστικό σύνολο.
Το όνομα του Φώτη Πολυμέρη συνδέεται για τους πολλούς, σχεδόν μονοδιάστατα, με το ελληνικό ελαφρό τραγούδι - κι αυτό είναι σε γενικές γραμμές σωστό.
Στη
σημεία αυτό θα πρέπει να σταθούμε σε δυο σχετικές αναφορές του ίδιου
του Πολυμέρη -όπως προκύπτουν από το ευανάγνωστο βιβλίο του- που
βεβαιώνουν του λόγου το αληθές:
Η πρώτη αναφέρεται στη γνωριμία του με
τον Μανόλη Χιώτη -στη διάρκεια της Κατοχής- και στη μεγάλη
αλληλοεκτίμηση ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες. Κι είναι, μάλιστα, πολύ
χαρακτηριστική και η πιο κάτω μουσική πληροφορία (σελ. 148):
«Μετά
τον πόλεμο πήγαν σ’ ένα μαγαζί [σημ.: οι Χιώτης και Τζουανάκος], στην
οδό Αχαρνών αν θυμάμαι καλά. Τότε πρωτοείδα τον Μανόλη να παίζει
μπουζούκι τρίχορδο. Το τρίχορδο ήταν όργανο ατελές, γιατί την πρώτη και
την τρίτη χορδή τις κούρδιζαν στην ίδια νότα. Συζητώντας λοιπόν με τον
Μανόλη, του λέω: “Γιατί δεν βάζεις τέταρτη χορδή στο μπουζούκι, να το
κουρδίζεις σαν κιθάρα, να έχεις ακόρντα τετράχορδα και ποζισιόνες,
θέσεις όπως λένε…”.
Ο Μανόλης τρελάθηκε από τη χαρά του και το έκανε
αυτό με τεράστια επιτυχία. Νομίζω ότι από τότε το μπουζούκι καθιερώθηκε
σαν πλήρες όργανο».
Η
δεύτερη αναφορά έχει σχέση με την έστω και προσωρινή επαγγελματική
θητεία του Πολυμέρη στον κόσμο του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού,
στο Μεταξουργείο, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής (μαζί με τους
Στέλιο Κηρομύτη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Σπύρο Περιστέρη κ.ά.), όσο και μετά
την απελευθέρωση (μαζί με τους Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη
Παπαϊωάννου, Σπύρο Περιστέρη κ.ά.).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον πιστεύουμε ότι
παρουσιάζει η τελευταία φάση της θητείας αυτής, που τερματίστηκε κάπως
έτσι (βλ. Πολυμέρη, ό.π. σελ. 153): «Οι πρόγονοί μου είναι
Κεφαλλονίτες, άνθρωποι της καντάδας.
Το περιβάλλον εκείνο δεν ταίριαζε
σε μένα, τίμια πράγματα, στεναχωριόμουν πολύ. Ο Μάρκος όμως ήταν πολύ
καλό παιδί κι ένα βράδυ που καθόμασταν μαζί, μου λέει: “Πολυμεράκι, σε
βλέπω όλο στεναχωρημένο, εσύ είσαι το γελαστό παιδί, γιατί;”. “Μάρκο
μου, σας αγαπάω όλους, είσαστε καλοί άνθρωποι, μου δίνετε διπλή
χαρτούρα, όλα τα καλά, αλλά νιώθω το περιβάλλον ξένο στην ψυχή μου”
είπα. “Αν είναι να μας αρρωστήσεις Πολυμεράκι μου, θα σου κάνω εγώ
πλάτες να φύγεις” μου λέει.
“Έχεις δίκιο, όπως εμείς δεν θα μπορούσαμε
να κάνουμε με ορχήστρες ευρωπαϊκές, δεν μπορείς να κάνεις με τα
μπουζουκάκια”. Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, ήταν καλός
άνθρωπος. Έτσι μου έκανε πλάτες και σταμάτησα απ’ αυτή τη δουλειά».
Ο Φώτης Πολυμέρης
υπηρέτησε την τέχνη του έντιμα και καθαρά, χωρίς να ξεχάσει ποτέ τη
λαϊκή του καταγωγή και τους άγραφους κανόνες της ευθύτητας, της φιλίας
και της συναδελφικότητας. Και δεν είναι τυχαίο, καθόλου τυχαίο, ότι τον
τίμησαν με τη φιλία και την εκτίμησή τους (όπως τους τίμησε κι αυτός),
άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές - μορφωτικές βαθμίδες, αλλά και
πνευματικές μορφές σαν τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Τάσο
Λειβαδίτη και τον Μενέλαο Λουντέμη.
Κλείνοντας, ας υπενθυμίσουμε ότι ο Φώτης Πολυμέρης
ανήκε σε μια γενιά που είχε το «προνόμιο» να ζήσει τις δραματικές -αλλά
και εξόχως αντιφατικές- εμπειρίες της περιόδου 1940-1949 (πόλεμος -
κατοχή - εμφύλιος) και να εισπράξει τοις μετρητοίς τις συνέπειες της
ιστορίας.
Ο ίδιος, όπως και οι πάμπολλοι νέοι της εποχής του εντάχτηκε
στο κίνημα Εθνικής Αντίστασης κατά των κατακτητών (το 1988 τιμήθηκε από
την πολιτεία με αναμνηστικό μετάλλιο για τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ), ενώ
κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου κλήθηκε και υπηρέτησε τη θητεία του στον
κυβερνητικό στρατό.
Σε κάθε περίπτωση -και όπως προκύπτει από την
ανάγνωση του βιβλίου του- οι όποιες αντιφατικές εμπειρίες εκείνης της
περιόδου δεν μπόρεσαν να ενσταλάξουν στην ψυχή του μίση και πάθη
ασύμβατα με τις προσωπικές του αξίες και τις καλλιτεχνικές του
ευαισθησίες…
ΠΗΓΗ. ogdoo.gr
ΒΙΝΤΕΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου