Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Το «Ρεμπέτικο», ο Σταύρος κι εγώ

 


Του Κώστα ΦΕΡΡΗ
 
 
Η ιδέα
 

Στην Αίγυπτο, έζησα τον πόλεμο, με τις Συμμαχικές δυνάμεις μαζί με τους Ελληνες και Κύπριους φαντάρους να εδρεύουν στο Κάιρο, το Κίνημα της Μέσης Ανατολής, και την κορύφωση του δράματος με τη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
 
Ο πατέρας και τα δύο αδέρφια μου υπηρετούσαν ως εθελοντές στον Αγγλικό στρατό. Υστερα ήρθαν τα γεγονότα που οδήγησαν στην επανάσταση των συνταγματαρχών, την εξορία του Φαρούκ, την Εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, τον πόλεμο του Πορτ Σάιντ. 
 
Ολα αυτά συγκροτήθηκαν στη σκέψη μου με τη θητεία μου στη δημοσιογραφία στην εφημερίδα ΠΑΡΟΙΚΟΣ, και τη μύησή μου στη στοιχειώδη «διαλεκτική λογική», που με οδήγησε στη συνείδηση πως η Ιστορία, με τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τις κάθε είδους πολιτικές συγκρούσεις, χρησιμοποιεί τον άνθρωπο, τους απλούς πολίτες, τον ίδιο τον λαό, ως απλό καύσιμο. 
 
Το όνειρό μου να «κάνω σινεμά», μου φώτιζε την αλληλεπίδραση ανάμεσα στους λαούς και την Ιστορία τους, κι αυτό άλλωστε στη σκέψη μου ήταν και η ουσία της Αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας, όπου ο θνητός συγκρούεται και συνθλίβεται από την ειμαρμένη και την υπέρτατη εξουσία των θεών. 
 
Στη σύγχρονη εποχή, αυτή η μεταφυσική «ειμαρμένη» δεν μπορεί να είναι άλλη από την ίδια τη μεγάλη Ιστορία, με την οποία πότε ταυτίζεται και πότε συγκρούεται ο απλός πολίτης.


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Στην Ελλάδα πλέον, και μια μέρα του 1958, ο φίλος μου και σύντροφος στην κοινή «ρεμπετολογική» έρευνα Κώστας Καζάκος, μου περιέγραψε την κηδεία της Μαρίκας Νίνου. 
 
Σ' αυτήν καθρεφτίζονταν όλη η ένταση της μετεμφυλιακής εποχής και αναδεικνύονταν η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις «μικρές ιστορίες» των ανθρώπων της φτωχολογιάς, με τη «μεγάλη Ιστορία». 
 
Εδώ μάλιστα, ως συνδετικός κρίκος λειτουργούσε ο ίδιος ο πολιτισμός, μια και οι «ήρωες» της ιστορίας ήσαν δημιουργοί έργων Τέχνης, τραγουδιών δηλαδή που δεν μπορούσαν παρά να εκφράσουν τα πάθη των ανθρώπων στον κυκεώνα της ειμαρμένης - Ιστορίας.
 
Το θέμα ήταν ιδανικό, και στρώθηκα αμέσως στη δουλειά, με συνεργάτη μάλιστα στο σενάριο τον Στρατή Καρά.

Η ιδέα αυτού του σεναρίου πέρασε από σαράντα κύματα και 25 χρόνια, ως την απομάκρυνση από την «αληθινή ιστορία» και τη Νίνου, με μια «Μαρίκα» μυθική που συμβολίζει όλες τις Μαρίκες του ρεμπέτικου τραγουδιού και όχι μόνο. 

Η ζωή της ορίζεται από το οικογενειακό της δράμα, στη συνέχεια από την επαγγελματική της ενασχόληση με τους ανταγωνισμούς και τα μικρά δράματα, τέλος την αλληλεπίδραση της ίδιας της Μεγάλης Ιστορίας, από την προσφυγιά της Σμύρνης ως τον Εμφύλιο και τη Μετανάστευση.

Η μουσική

Με τον Σταύρο μάς συνέδεε μία αμοιβαία εκτίμηση, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της καριέρας του. Στο Παρίσι, στη διάρκεια της επταετίας, διασταυρωθήκαμε στα στούντιο ηχογράφησης, και ήξερε καλά τη δουλειά που έκανα (στίχους και λιμπρέτο, και μάλιστα στα Αγγλικά) με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, για την απόδοση της Αποκάλυψης του Ιωάννη σε ένα έργο της ροκ μουσικής που έμελλε να έχει τον τίτλο 666. 

Ετσι, όταν με την επιστροφή μου στην Ελλάδα και μου ανατέθηκε η σκηνοθεσία της σειράς «Οι Εμποροι των Εθνών», η πρώτη μου σκέψη ήταν να του ζητήσω να γράψει τη μουσική. 

Εκείνος με τη σειρά του, μου ζήτησε να γράψω τους στίχους του τραγουδιού των τίτλων, και προέκυψε το «Ητανε μια φορά» που τραγούδησε ανεπανάληπτα ο Νίκος Ξυλούρης. 

Ηταν οι μέρες του Πολυτεχνείου, και ζούσαμε στιγμές μεγάλης έντασης και συναισθηματικής φόρτισης. Ισως είναι αυτό που έδωσε τη μεγάλη δύναμη του τραγουδιού, που αναδείχτηκε ως το τραγούδι με τις περισσότερες επανεκτελέσεις στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού.


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Οταν πια το 1982 ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσω το παλιό μου εκείνο όνειρο που θα αποκτούσε τον τίτλο «Ρεμπέτικο», ομολογώ πως δεν σκέφτηκα τον Ξαρχάκο. 
 
Η τάση μου ήταν να χρησιμοποιήσω παλιά κλασικά τραγούδια, που θ' αντιστοιχούν στις εποχές της εξέλιξης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Είναι εκείνος που πληροφορήθηκε το σχέδιό μου - παλιά του είχα μιλήσει γι' αυτό - και μου μήνυσε πως... θα κάνω μεγάλο λάθος αν δεν του αναθέσω τη μουσική και τα τραγούδια της ταινίας. 
 
Φυσικά και πέταξα από τη χαρά μου, γιατί εκτός από την εγγυημένη ποιότητα και την αξία της μουσικής του, η ιδέα να γραφτούν καινούργια τραγούδια με βοηθούσε ν' αποφύγω το φολκλορικό στοιχείο που θα προέκυπτε από τη χρήση παλιών και πρωτότυπων τραγουδιών. 
 
Με την πρώτη κιόλας συνάντησή μας, ο Σταύρος - λες και είχαμε συνεννοηθεί - μου έδωσε το κλειδί. Αυτό που θ' απελευθέρωνε τα τραγούδια από τον κίνδυνο της γραφικότητας μου είπε, ήταν ο στίχος. 
 
Που δεν έπρεπε να έχει στενή σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρεται, αλλά μια διαχρονική διάσταση, που θα παρέπεμπε ακόμα και στο σήμερα, χωρίς να γίνεται αναχρονιστικό. Ν' αποκτήσει, προσέθεσα εγώ, και μια πολιτική διάσταση. 
 
Μ' αυτή τη δομή, η ταινία θα επανέφερε την τραγωδία στο σήμερα, αφού τα τραγούδια ως χορικά θα έκαναν ανάγλυφη την αλληλεπίδραση της ζωής μιας κάποιας Μαρίκας, με τη Μεγάλη Ιστορία αυτού του τόπου. Τη σύγκρουση δηλαδή του ανθρώπου με την ειμαρμένη του, ρόλος που αποδίδονταν στην ίδια την Ιστορία. 
 
Είναι αυτό που στη φιλοσοφία αποδίδεται με την έννοια της «αναγωγής του παραδειγματικού στο συνταγματικό». Και φυσικά, για να τον προλάβω μήπως και μου το ζητήσει, σήκωσα τα χέρια ψηλά ως προς τον στίχο! 
 
«Μα φυσικά!» μου απάντησε, διακινδυνεύοντας την πιθανότητα να με... προσβάλλει. «Τους στίχους θα τους γράψει ο Νίκος Γκάτσος!». Ο κύβος ερρίφθη. Εγώ άρχισα να επεμβαίνω στη μουσική, κι ο Σταύρος στη σκηνοθεσία! Για καλλιτέχνες ακομπλεξάριστους που δεν καθορίζονται από τους εγωισμούς τους, δεν μπορεί να υπάρξει πιο ηδονική συνεργασία στη δημιουργία.
Η πραγμάτωση

Η συνάντηση με τον Γκάτσο ήταν μαγική. Και πριν ακόμα ξεκινήσομε τη δουλειά, ο Γκάτσος μου... ανέθεσε επιτακτικά να γράψω το τραγούδι της παρουσίασης των προσώπων! 

«Γιατί;» τον ρώτησα βαρύθυμα... «Γιατί αυτό το τραγούδι είναι σεναριακό, και πρέπει να το γράψει ο σεναριογράφος!» μου απάντησε. Ετσι προέκυψε το τραγούδι «Στου Θωμά», που δεν έχει καμία ποιητική ή άλλη προέκταση, αλλά περιορίζεται στο «εδώ και τώρα» της ίδιας της κινηματογραφικής μυθοπλασίας.

Ο Γκάτσος έγραψε τα τραγούδια με μεγάλη ευκολία, και το μόνο που τον... «δυσκόλεψε» ήταν το «Μάνα μου Ελλάς». 

Είναι η μόνη φορά που ζήτησε τη βοήθειά μου. Του είχε πει ο Σταύρος πως παλιά είχα επιχειρήσει να γράψω τους στίχους πάνω στην ίδια μουσική και δεν είχα καταφέρει να τους ολοκληρώσω. 

Ο Ξαρχάκος επέμενε πως έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο όρος Ελλάς, κι εγώ τον μόνο στίχο που είχα πετύχει ήταν «και σαν τη μαύρη πέτρα που κυλά, δεν πιάνεις ρίζα πουθενά!». Αυτή η «πέτρα που κυλά» με οδήγησε στη στιχουργική του μπλουζ και του γκόσπελ. 

Ο Γκάτσος μ' άκουσε προσεκτικά, αλλά δε νομίζω πως τον βοήθησα. Αντίθετα, ο άνθρωπος που στάθηκε δίπλα του και λειτούργησε αποφασιστικά ως Μούσα του, ήταν η Αγαθή Δημητρούκα, που εκείνη την εποχή μετέφραζε Λόρκα.

Το «Πρακτορείο» γράφτηκε για να το τραγουδήσει μία ηθοποιός της ταινίας, σε μια σκηνή στον Πειραιά του 1925. Τέσσερις ώρες βασανιστήκαμε με την ορχήστρα, αλλά... η ηθοποιός ήταν παράφωνη. 

Αντί να το παρατήσει ζήτησα από τον Ξαρχάκο να το ηχογραφήσουμε έστω ως «ντέμο» με τη δική του φωνή, και... «αχρείαστο νάναι!». Αυτό και έγινε, αλλά... το τραγούδι, σ' αυτή την - ας πούμε - «πρόχειρη» ηχογράφηση, μας έσωσε όταν - τελευταία στιγμή - βρήκε τη θέση του. 

Την παραμονή του γυρίσματος του καμπαρέ στη Σύρα, 1950, τον πήρα τηλέφωνο. «Αύριο να είσαι στο στούντιο, γυρίζομε το "Πρακτορείο" με σένα στο πιάνο, αλλά και στο τραγούδι». Δεν έμαθα ποτέ αν το δέχτηκε με χαρά ή ως αγγαρεία, αλλά είχα τη χαρά να πετύχω την μοναδική του εμφάνιση σ' ελληνική ταινία, και μάλιστα μία εμφάνιση που «έγραψε».

Ο επίλογος

Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν με μεγάλη ευκολία, κι αυτό ηχεί παράξενα για μια ταινία που φαντάζει ως εξαιρετικά δύσκολη. Ομως, από την αρχή συναντήσαμε μια κλιμακούμενη εχθρότητα, τόσο από παράγοντες του Ελληνικού κινηματογράφου, όσο και από... συναδέλφους.

 

ΠΗΓΗ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

ΒΙΝΤΕΟ. 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου